- γεφύραι
- γεφύ̱ρᾱͅ , γέφυραbfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γέφυραι — γέφῡραι , γέφυρα b fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γεφυραίοις — Γεφυραί̱οις , Γεφυραῖοι masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γεφυραίους — Γεφυραί̱ους , Γεφυραῖοι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γεφυραίων — Γεφυραί̱ων , Γεφυραῖοι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)